Άρθρα-Αναλύσεις

Πόσο Εφικτή Είναι Μία Συμμαχία ΗΠΑ- ΕΕ στην Ενέργεια;

Ημ/νία δημοσίευσης: Παρασκευή, 17 Αυγούστου 2018

Μετά την πρόσφατη συνάντηση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του επικεφαλής της Κομισιόν Ζαν-Κλώντ Γιούνκερ, κατά την επίσκεψη του τελευταίου στην Ουάσινγκτον στις 26 Ιουλίου, έχουν ενισχυθεί οι προσδοκίες τόσο για την πλήρη αποκατάσταση των εμπορικών σχέσεων (οι οποίες λίγο έλειψε να τιναχθούν στον αέρα μετά την εφαρμογή από πλευράς Τραμπ της πολιτικής America First εις βάρος της Ευρώπης), αλλά και για μια σημαντική διεύρυνση με επίκεντρο τις υπηρεσίες, τα χημικά, τα φαρμακευτικά και ιατρικά προϊόντα, τη σόγια αλλά και την ενέργεια. Οι προσδοκίες αυτές δεν είναι αβάσιμες εάν διαβάσουμε προσεκτικά την κοινή δήλωση που ακολούθησε την συνάντηση και η οποία μεταξύ άλλων αναφέρει: «Συμφωνήσαμε σήμερα, πρώτα από όλα, να συνεργαστούμε για να μηδενίσουμε τους δασμούς, να μηδενίσουμε τα μη δασμολογικά εμπόδια και να μηδενίσουμε τις επιδοτήσεις σε μη αυτόματα βιομηχανικά προϊόντα».

Σε δηλώσεις του αμέσως μετά την ιδιαίτερα σημαντική αυτή συνάντηση, καθότι για πρώτη φορά από τότε που ανέλαβε την προεδρία ο Τραμπ παρατηρήθηκε μια στροφή από πλευράς αμερικανικής κυβέρνησης προς μια πλέον ρεαλιστική πολιτική απέναντι στην ΕΕ, ο Γιούνκερ είπε ότι οι δυο πλευρές συμφώνησαν πως όσο διαπραγματεύονται για το εμπόριο θα αποφύγουν την επιβολή περαιτέρω δασμών, ειδικά σε ότι αφορά την αυτοκινητοβιομηχανία. Η εντυπωσιακή αυτή μεταβολή της θέσης της Ουάσινγκτον απέναντι στην ΕΕ, μετά από μια περίοδο σοβαρών αντεγκλήσεων, σύμφωνα με πολιτικούς παρατηρητές, οφείλεται περισσότερο στην κατανόηση από πλευράς Λευκού Οίκου των σοβαρών αρνητικών επιπτώσεων που θα είχε για την αμερικανική οικονομία ένας παρατεταμένος οικονομικός πόλεμος με την Ευρώπη των 27 και όχι τόσο στην ανάγκη για μια εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων με το μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο των ΗΠΑ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι λίγες εβδομάδες πριν την συνάντηση Τραμπ - Γιούνκερ είχε προηγηθεί έκθεση του ΔΝΤ η οποία προειδοποιούσε για το σφοδρό πλήγμα που θα υφίστατο η αμερικανική οικονομία σε περίπτωση ενός εκτεταμένου εμπορικού πολέμου με την Ευρώπη.

Μένει να αποδειχθεί βέβαια εάν οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η αμερικανική ηγεσία έναντι των Βρυξελλών θα τηρηθούν, με δεδομένη την απρόβλεπτη και πολλές φορές ασυνάρτητη συμπεριφορά του Αμερικανού προέδρου. Όμως, όπως τονίζουν οικονομικοί αναλυτές, το διακύβευμα για την ομαλοποίηση των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ είναι τεράστιο, καθώς ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση αριθμούν περισσότερους από 830 εκατομμύρια πολίτες και είναι υπεύθυνες για πάνω από το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Εξυπακούεται ότι μια συνεργασία μεταξύ των δυο σε όλα τα επίπεδα, σε αντίθεση με έναν ανελέητο ανταγωνισμό (όπως ήτο η αρχική στόχευση του Τραμπ), θα κάνει τον πλανήτη «καλύτερο, ασφαλέστερο και με αυξημένη ευημερία». Επισημαίνεται ακόμα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν διμερή εμπορική σχέση ύψους 1 τρισ. δολαρίων, τη μεγαλύτερη οικονομική σχέση στον κόσμο. Εάν εξαιρέσουμε τα βιομηχανικά και φαρμακευτικά προϊόντα και τις σχετικά με αυτά υπηρεσίες, ο ενεργειακός τομέας καταλαμβάνει μια εξέχουσα και με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία θέση. Ένας τομέας όπου ο ρόλος των ΗΠΑ ως βασικού προμηθευτού πρώτων υλών, σε παγκόσμιο επίπεδο, αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία λόγω των σημαντικών εξελίξεων των τελευταίων 10 ετών και της αναγέννησής του μέσω μιας αισθητά αυξημένης εγχώριας παραγωγής.

Σήμερα οι ΗΠΑ αποτελούν βασικό επενδυτή, αλλά και προμηθευτή υπηρεσιών στον κλάδο του Oil & Gas στην Ευρώπη με επίκεντρο την Βόρειο Θάλασσα, αλλά και ευρύτερα (Ισπανία, Ιταλία και ΝΑ Ευρώπη) Μερικές από τις μεγαλύτερες επενδύσεις στην έρευνα, αλλά και σε παραγωγικές μονάδες, εδώ και χρόνια, έχουν γίνει με αμερικανικά κεφάλαια και τεχνολογία. Μια πρόγευση του αμερικανικού ενδιαφέροντος και δυνατοτήτων στην περιοχή μας θα αποκτήσουμε σύντομα με την είσοδο της ExxonMobil στην κυπριακή και ελληνική ΑΟΖ. Ακόμη, οι ΗΠΑ αποτελούν έναν από τους βασικούς προμηθευτές άνθρακα της Ευρώπης με Γερμανία, Ολλανδία, Ισπανία, Ιταλία και Τουρκία να αποτελούν τους κυρίους εισαγωγείς. Πολύ πρόσφατα, κατά τα τελευταία τρία χρόνια, οι ΗΠΑ αν και δεν είναι αυτάρκεις σε αργό, και λόγω της ιδιαιτερότητας των παραγόμενων ποικιλιών (πολύ ελαφρύ πετρέλαιο, ακατάλληλο για τα περισσότερα από τα διυλιστήριά τους) και των αδυναμιών του εγχώριου συστήματος διανομής, έχουν αρχίσει εξαγωγές πετρελαίου προς Ευρώπη και Νότιο Αμερική( 130 εκατ. τόνους το 2017). Ας μην ξεχνάμε ότι από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι ΗΠΑ ήσαν ο βασικός, εάν όχι ο μοναδικός, προμηθευτής πετρελαίου της Ευρώπης. Μια κατάσταση που άλλαξε άρδην με την ανάπτυξη της Μέσης Ανατολής ως κύριας πετρελαιοπαραγωγικής περιοχής (1960 και μετά) και την ανάδειξη της Βόρειας Θάλασσας ως του άλλου βασικού ενεργειακού προμηθευτή της Ευρώπης (δεκαετία 1970 και μετά).

Πέρα από το πετρέλαιο όμως, έχουμε και το φυσικό αέριο όπου οι ΗΠΑ, χάρις στην ανέλπιστη και απρόβλεπτη τεράστια ανάπτυξη του shale gas την τελευταία 10ετία, έχουν γίνει όχι μόνο αυτάρκεις, αλλά και έχουν -εδώ και τρία χρόνια- ξεκινήσει αξιόλογες εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου. Σήμερα οι ΗΠΑ παράγουν και εξάγουν περί τα 20 δισ. κυβικά μέτρα κατ’ έτος, ποσό που μέχρι το 2023 εκτιμάται ότι θα έχει υπερδιπλασιαστεί. Σήμερα η αμερικανική παραγωγή LNG εκπροσωπεί περί το 5% της παγκόσμιας παραγωγής. Απώτερος στόχος των αμερικανικών εταιρειών LNG είναι να καταστούν βασικοί προμηθευτές σε παγκόσμια βάση. Υπό αυτό το πρίσμα έχει ενδιαφέρον η κοινή ανακοίνωση Τραμπ - Γιούνκερ στο σημείο που αναφέρεται ότι «Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιθυμεί να εισάγει περισσότερο υγροποιημένο αέριο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ώστε να διαφοροποιήσει τον ενεργειακό της εφοδιασμό». Τη στιγμή κατά την οποία στόχος των Βρυξελλών είναι η διαφοροποίηση των εισαγωγών φυσικού αερίου ώστε να μειωθεί η υπερβολική εξάρτηση της ΕΕ από το εισαγόμενο ρωσικό αέριο, που σήμερα καλύπτει περίπου το 40% της συνολικής κατανάλωσης της Γηραιάς Ηπείρου, το αμερικανικό LNG αποτελεί μια κάποια λύση.

Ενόψει της προοπτικής για μια στενότερη ενεργειακή συνεργασία μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ με άξονα το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο μένει να αποδειχθεί εάν αυτή οδηγήσει τελικά σε μία ενεργειακή συμμαχία, όπως έδειξε ότι επιθυμεί ο Λευκός Οίκος. Και ο βασικός λόγος είναι ότι δεν αρκεί απλά η δημιουργία μιας ενεργειακής εμπορικής γέφυρας, αλλά θα πρέπει να συνυπάρξουν μια σειρά από άλλους παράγοντες, όπως λχ η δημιουργία κοινού μετώπου για την αντιμετώπιση της κατάστασης στη Μέση Ανατολή (βλέπε Συρία, Ιράν, Σ. Αραβία) και μία κοινή πολιτική για την τροφοδοσία της Κίνας. Όμως, με έναν Αμερικανό πρόεδρο ο οποίος επιλέγει να κινείται εκτός διεθνούς συστήματος, όπως έδειξε η απόσυρση των ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ή η αποχώρηση από την συμφωνία των Παρισίων για την Κλιματική Αλλαγή, είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν θα μπορούσε να στεριώσει μια ενεργειακή συμμαχία μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Προς το παρόν πάντως και παρά την ανακωχή στον υποβόσκοντα εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ - EE, υπάρχει τεράστια απόκλιση στις θέσεις και πολιτικές μεταξύ Βρυξελλών και Ουάσινγκτον σε ότι αφορά το Ιράν, τη Συρία και την Μέση Ανατολή γενικότερα, αλλά και στο περιβάλλον και στο διεθνές εμπόριο. Με άλλα λόγια, η δημιουργία ενός κοινού μετώπου ΗΠΑ - EE στο ενεργειακό προϋποθέτει μία εναρμόνιση στόχων και στρατηγικής που, υπό τις παρούσες συνθήκες τουλάχιστον, είναι μάλλον απίθανο να επιτευχθεί και μοιάζει περισσότερο με όνειρο καλοκαιρινής νυκτός, σαν και αυτά που βλέπουν οι περισσότεροι από εμάς εν μέσω θέρους.

Προσεχείς Εκδηλώσεις ΙΕΝΕ

Advisory Services

Green Bonds


Εκδόσεις ΙΕΝΕ

energia.gr

Συνεργαζόμενοι Οργανισμοί

IEA

Energy Institute

Energy Community

Eurelectric

Eurogas

Energy Management Institute

BBSPA

AERS

ROEC

BPIE

Αρχική Σελίδα | Όροι Χρήσης | Site Map | Επικοινωνία
Copyright © 2004-2024 IENE. All rights reserved.

Website by Theratron